- μοιμύλλω
- μοιμύλλω και μοιμυλλῶ, -άω (Α)1. μοιμυώ*2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι- (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού -λ- σε -ι-, πρβλ. δαι-δάλλω < *δαλ-δάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.